χωρισιά

χωρισιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χωρισιά" в других словарях:

  • χωρισία — ἡ, Μ βλ. χωρισιά …   Dictionary of Greek

  • χωρισιά — η / χωρισία, ΝΜ, και διαλ. τ. χωρισά Ν [χωρίζω] χωρισμός, αποχωρισμός νεοελλ. 1. διανομή, μοιρασιά 2. διαζύγιο 3. παροιμ. «αντάμα δεν μονιάζουμε κι η χωρισά κακή ναι» λέγεται για εκείνους που όταν είναι μαζί φιλονικούν και όταν χωρίζουν επιθυμούν …   Dictionary of Greek

  • χωρισιά — η 1. αποχωρισμός. 2. μοιρασιά. 3. διαζύγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»